- ὑπεροπτικοί
- ὑπεροπτικόςcontemptuousmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερμενέων — οντος, ὁ, Α 1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός 2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες αλαζονικοί, υπεροπτικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν έων: δυσμενής, ὑπερηνορ έων:… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek